θρουβαλίζω
Смотреть что такое "θρουβαλίζω" в других словарях:
αθρουβάλιαστος — ή αθρουβάλιστος, η, ο αυτός που δεν έχει θρουβαλιστεί, αθρυμμάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *θρουβαλιστός < θρουβαλίζω (= θρυμματίζω, σπάζω)] … Dictionary of Greek
θρουβαλιάζω — και θρουβαλίζω και θρουψαλιάζω [θρούβαλο] θρυμματίζω … Dictionary of Greek
μυριοθρουβαλίζω — (Μ) μέσ. μυριοθρουβαλίζομαι καταθρυμματίζομαι, γίνομαι θρύψαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αμάρτυρο ρ. *θρουβαλίζω (< θρούβαλο «θρύμμα, θρύψαλο»)] … Dictionary of Greek
θρουβαλιάζω — και θρουβαλίζω και θρουψαλίζω κατακομματιάζω, κάνω θρύψαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)